- τρίχωμα
τρίχωμα, τό, Behaarung, Haarwuchs; ἐν γενείοο συλλογῇ τριχώματος, Aesch. Spt. 648; Eur. I. T. 73; Her. 7, 70; Arist. gen. an. 5, 3 u. oft; Pol. 34, 10, 8 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίχωμα, τό, Behaarung, Haarwuchs; ἐν γενείοο συλλογῇ τριχώματος, Aesch. Spt. 648; Eur. I. T. 73; Her. 7, 70; Arist. gen. an. 5, 3 u. oft; Pol. 34, 10, 8 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίχωμα — a growth of hair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχωμα — το, ατος το σύνολο των τριχών που καλύπτουν το σώμα ή μέρος του σώματος ανθρώπου, ζώου, ή φυτού: Το τρίχωμα της γάτας. – Το τρίχωμα της μασχάλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίχωμα — ώματος, το, ΝΜΑ [τριχῶ] το σύνολο τών τριχών που καλύπτουν το σώμα τού ανθρώπου ή ενός ζώου ή τον κορμό ενός φυτού μσν. (για προσόψια) η πυκνή και συνεστραμμένη ύφανση … Dictionary of Greek
τριχωμάτων — τρίχωμα a growth of hair neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχώμασι — τρίχωμα a growth of hair neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχώμασιν — τρίχωμα a growth of hair neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχώματα — τρίχωμα a growth of hair neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχώματι — τρίχωμα a growth of hair neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχώματος — τρίχωμα a growth of hair neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
λεμούριοι — Κοινή ονομασία της υπόταξης των προπιθήκων, της τάξης των πρωτευόντων. Η ονομασία της επιστημονικής κατάταξής τους οφείλεται στο γεγονός ότι, μολονότι φέρουν χαρακτηριστικά όμοια με των πιθήκων, εξελίχθηκαν λιγότερο από τους τελευταίους, τόσο από … Dictionary of Greek