- τρί-χωρος
τρί-χωρος, mit drei Räumen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-χωρος, mit drei Räumen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίχωρος — η, ο / τρίχωρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τρεις διαιρέσεις ή χωρίσματα, ο διαιρεμένος σε τρία τμήματα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχωρον α) (στην αρχ. Αίγυπτο) μονάδα μέτρησης τού κρασιού β) στάβλος με τρία διαμερίσματα ή τρεις φάτνες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
τρισδιάστατος — η, ο, Ν αυτός που έχει τρεις διαστάσεις, μήκος, πλάτος, ύψος (α. «τρισδιάστατο σχήμα» β. «τρισδιάστατος χώρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * + διάστατος (< διΐστημι), πρβλ. πολυ διάστατος] … Dictionary of Greek