- τρί-χρως
τρί-χρως, ωτος, = τριχρώματος, Arist. meteorcl. 3, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-χρως, ωτος, = τριχρώματος, Arist. meteorcl. 3, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α τρίχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χρως (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. δί χρως] … Dictionary of Greek
εύχρους — ουν (ΑΜ εὔχρους, ουν και εὔχροος, οον) 1. αυτός που έχει καλό, ωραίο χρώμα, ο εύχρωμος 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ανθηρή, ρόδινη, ζωηρή όψη, που είναι γεμάτος υγεία, ο υγιέστατος νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔχρουν εὔχροια*, ωραίο, υγιές… … Dictionary of Greek
τρίχρους — ουν, ΝΑ, και τρίχροος, οον, Α (λόγιος τ.) τρίχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χρους (< χρως, χρωτός «χρώμα» επιδερμίδα»), πρβλ. πολύ χρους] … Dictionary of Greek