- τρί-χρωμος
τρί-χρωμος, = Vor., Luc. D. Meretr. 9, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-χρωμος, = Vor., Luc. D. Meretr. 9, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάχρωμος — η, ο αυτός που έχει πέντε χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. τρί χρωμος] … Dictionary of Greek
τετράχρωμος — η, ο, Ν (για εικόνες) αυτός που έχει τέσσερα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. τρί χρωμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στο περιοδικό Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών] … Dictionary of Greek
τρίχρωμος — η, ο / τρίχρωμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τρία χρώματα, τρίχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. τετρά χρωμος] … Dictionary of Greek