- τρί-φῡλος
τρί-φῡλος, von drei Zünften, Stämmen, aus so vielen bestehend; τριφύλους ποιεῖν, in drei φυλαί theilen, Her. 4, 161; D. Hal. 4, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-φῡλος, von drei Zünften, Stämmen, aus so vielen bestehend; τριφύλους ποιεῖν, in drei φυλαί theilen, Her. 4, 161; D. Hal. 4, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίφυλος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τρία φύλα, που έχει τρεις φυλές («πόλις τρίφυλος», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φυλος (< φυλή), πρβλ. ἀλλό φυλος] … Dictionary of Greek
πενταφυλία — ἡ, Α (στην Αίγυπτο) η πέμπτη τάξη τού ιερατείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + φυλία (< φυλος < φῦλον / φυλή), πρβλ. τρι φυλία] … Dictionary of Greek