- τρί-φατος
τρί-φατος, = Vorigem, Nic. Ther. 102.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-φατος, = Vorigem, Nic. Ther. 102.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίφατος — ον, Α τριπλός («δραχμάων τρίφατον δεκάδος... βρῑθος» τριάντα δραχμές, Νικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φατός (< φημί), πρβλ. ἡμί φατος] … Dictionary of Greek