- τρί-φωνος
τρί-φωνος, dreistimmig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-φωνος, dreistimmig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάφωνος — η, ο (για μουσική σύνθεση) αυτός που έχει γραφεί για πέντε φωνές ή αυτός που εκτελείται από πέντε φωνές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + φωνος (< φωνή), πρβλ. τρί φωνος] … Dictionary of Greek
τρίφωνος — η, ο, Ν 1. (για μελωδία) αυτός που εκτελείται από τρεις φωνές 2. φρ. «τρίφωνη συγχορδία» μουσ. συγχορδία αποτελούμενη από τρεις φθόγγους, έναν θεμέλιο και την τρίτη και την πέμπτη αρμονική του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ἡμί… … Dictionary of Greek