- τρί-σωμος
τρί-σωμος, = Vorigem (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-σωμος, = Vorigem (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύσωμος — η, ο (ΑΜ εὔσωμος, ον) αυτός που έχει καλή σωματική διάπλαση νεοελλ. σωματώδης, μεγαλόσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σωμος (< σώμα) πρβλ. μεγαλό σωμος, τρί σωμος] … Dictionary of Greek
τετράσωμος — ον, Α αυτός που μπορεί να περιλάβει τέσσερα σώματα («τετράσωμος οἶκος», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σωμος (< σῶμα), πρβλ. τρί σωμος] … Dictionary of Greek
τρίσωμος — η, ο / τρίσωμος, ον, ΝΑ τρισώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σωμος (< σῶμα), πρβλ. τετρά σωμος] … Dictionary of Greek