τρί-σκαλμος

τρί-σκαλμος

τρί-σκαλμος, dreiruderig, mit drei Ruderbänken; νᾶες, Aesch. Pers. 665. 1031; πλοῖον, Plut. Aem. Paull. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρίσκαλμος — ον, Α (για πλοίο) αυτό που έχει τρεις σκαλμούς, τρεις σειρές κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σκαλμός «πάσσαλος στον οποίο προσαρμόζεται το κουπί της βάρκας» (πρβλ. πεντά σκαλμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”