τρί-σχοινος

τρί-σχοινος

τρί-σχοινος, drei σχοῖνοι haltend, drei σχοῖνοι lang, weit, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεντάσχοινος — ον, Α 1. αυτός που έχει μήκος πέντε σχοινιών, είδους μετρικής μονάδας 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντάσχοινον (κατά τον Ησύχ.) «στάδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + σχοῖνος (πρβλ. τρί σχοινος)] …   Dictionary of Greek

  • τρίσχοινος — ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριών σχοίνων, δηλαδή τριών μέτρων γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σχοῖνος (πρβλ. πεντά σχοινος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”