- τρί-στοιχος
τρί-στοιχος, in drei Reihen, Abtheilungen; Od. 12, 91, ὀδόντες; vgl. Arist. H. A. 2, 1; Nic. Th. 442 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-στοιχος, in drei Reihen, Abtheilungen; Od. 12, 91, ὀδόντες; vgl. Arist. H. A. 2, 1; Nic. Th. 442 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάστοιχος — η, ο / πεντάστοιχος, ον, ΝΑ αυτός που αποτελείται από πέντε στοίχους, από πέντε σειρές αρχ. αυτός που το στάχυ του έχει πέντε σειρές κόκκων («κριθαὶ πεντάστοιχοι», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + στοῖχος «σειρά, γραμμή» (πρβλ. τρί στοιχος)) … Dictionary of Greek
τετράστοιχος — η, ο / τετράστοιχος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τέσσερεις στοίχους ή τέσσερεις σειρές μσν. φρ. «τετράστοιχον σῶμα» κράμα από τέσσερα μέταλλα μσν. αρχ. αυτός αποτελείται από τέσσερα στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στοῖχος «σειρά, γραμμή» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
τρίστοιχος — η, ο / τρίστοιχος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει διαταχθεί σε τρεις σειρές (α. «τρίστοιχοι ὀδόντες πυκνοί», Ομ. Οδ. β. «τρίστοιχοι κριθαί», Θεόφρ. γ. «ἔχειν ἐπ ἀμφότερα τριστοίχους τοὺς ὀδόντας», Αριστοτ.) αρχ. 1. τριπλός («τρίστοιχοι κεφαλαί», Ερμησιάν … Dictionary of Greek
μεταστοιχεί — και μεταστοιχί (Α) επίρρ. (για άρματα έτοιμα για αρματηλασία ή για αυτούς που πρόκειται να αγωνιστούν σε αγώνα δρόμου) στη σειρά, στη γραμμή («στὰν δὲ μεταστοιχί», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στοιχεί (< στοῖχος «σειρά, διάταξη»), πρβλ.… … Dictionary of Greek