- τρί-στεγος
τρί-στεγος, von, mit drei Stockwerken; στοαί D. Hal. 3, 68; τὸ τρίστεγον, sc. οἴκημα, das dritte Stockwerk, Sp., wie N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-στεγος, von, mit drei Stockwerken; στοαί D. Hal. 3, 68; τὸ τρίστεγον, sc. οἴκημα, das dritte Stockwerk, Sp., wie N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίστεγος — ον, Α 1. τριώροφος («στοαὶ τρίστεγοι», Διον. Αλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίστεγον ο τρίτος όροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στεγος (< στέγη), πρβλ. δεκά στεγος] … Dictionary of Greek