- τρί-στομος
τρί-στομος, 1) dreimündig. – 2) dreischneidig, αἰχμή Agath. 28 (VI, 167).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-στομος, 1) dreimündig. – 2) dreischneidig, αἰχμή Agath. 28 (VI, 167).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίστομος — η, ο / τρίστομος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τρία στόματα ή τρία στόμια ή τρεις αιχμηρές επιφάνειες («τρίστομος αἰχμή», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. (το ουδ. και ουσ.) το τρίστομο ζωολ. μικρό σκουλήκι που παρασιτεί στα βράγχια διαφόρων ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek