- τρί-πορνος
τρί-πορνος, dreifach, sehr arg hurend, Theopomp. bei Ath. XIII, 595.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-πορνος, dreifach, sehr arg hurend, Theopomp. bei Ath. XIII, 595.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίπορνος — ἡ, Α πόρνη από σόϊ, με οικογενειακή παράδοση στην πορνεία, από μάνα και από γιαγιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πόρνος (< πόρνη)] … Dictionary of Greek