- τρί-πορθος
τρί-πορθος, dreimal zerstört, verheert, Dosiad. ar. 2 (XV, 25).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-πορθος, dreimal zerstört, verheert, Dosiad. ar. 2 (XV, 25).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίπορθος — ον, Α (για πόλη ή χώρα) αυτός που εκπορθήθηκε τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πορθος (< πέρθω «ερημώνω, αφανίζω»)] … Dictionary of Greek