- τρί-παλαι
τρί-παλαι, adv., sehr lange, vor sehr langer Zeit; Ar. Equ. 1149; Luc. Lexiph. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-παλαι, adv., sehr lange, vor sehr langer Zeit; Ar. Equ. 1149; Luc. Lexiph. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
τρίπαλαι — Α επίρρ. από πολύ παλιά, πριν από πολύ χρόνο, («ὦ Δῆμ , ἐγὼ μέντοι παρασκευασμένος τρίπαλαι κάθημαι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + πάλαι] … Dictionary of Greek