- τρί-πτυχος
τρί-πτυχος, dreifaltig, dreifach, aus drei Schichten, Lagen über einander bestehend; τρυφάλεια, Il. 11, 353; νεκροί, Eur. Phoen. 1629; τυραννίδες, Herc. Fur. 474.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-πτυχος, dreifaltig, dreifach, aus drei Schichten, Lagen über einander bestehend; τρυφάλεια, Il. 11, 353; νεκροί, Eur. Phoen. 1629; τυραννίδες, Herc. Fur. 474.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύπτυχος — η, ο / πολύπτυχος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλές πτυχές 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτυχο (παλαιογρ.) (στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη) μικρές ξύλινες πινακίδες με επίστρωση στις επιφάνειές τους φυτικής ρητίνης ή άλλης ύλης συνενωμένες σε βιβλίο … Dictionary of Greek
τετράπτυχος — η, ο / τετράπτυχος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερεις πτυχές, ο διπλωμένος στα τέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πτυχος (< πτυχή), πρβλ. τρί πτυχος] … Dictionary of Greek
τρίπτυχος — η, ο / τρίπτυχος, ον, ΝΜΑ αυτός που πτύσσεται, που διπλώνεται σε τρία μέρη νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τρίπτυχο 1. συγκρότημα από τρεις ζωγραφικές ή ξυλογλυπτικές συνθέσεις που συνδέονται μεταξύ τους, έτσι ώστε οι δύο πλαϊνές να μπορούν να… … Dictionary of Greek
три́птих — а, м. 1. иск. Композиция из трех картин, барельефов, рисунков и т. п., объединенных общей идеей, темой или сюжетом. || лит. Поэтическое произведение из трех стихотворений, отрывков и т. п., объединенных общим замыслом. 2. церк. Складная икона,… … Малый академический словарь
триптих — A сущ см. Приложение II (композиция из трех картин, рисунков и т. д., объединенных общей идеей или сюжетом; складная икона, имеющая три створки) Сведения о происхождении слова: Слово пришло в наш язык из греческого, ср. τριπτυχος ‘тройной,… … Словарь ударений русского языка