- τρί-πρᾱτος
τρί-πρᾱτος, dreimal verkauft, Ar. fr. 718 bei Eust. 725, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-πρᾱτος, dreimal verkauft, Ar. fr. 718 bei Eust. 725, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίπρατος — ον, Α αυτός που έχει πουληθεί τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πρατός (< θ. πρα τού πέρνημι* «πουλώ», πρβλ. πι πρά σκω), πρβλ. πολύ πρατος] … Dictionary of Greek