τρίπτης

τρίπτης

τρίπτης, , der Reibende, bes. der im Bade abreibt, frottirt, Plut. Alex. 40.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρίπτης — ὁ, ΜΑ βλ. τρίφτης …   Dictionary of Greek

  • τριπτῆς — τριπτός rubbed fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτῶν — τρίπτης bath rubber masc gen pl τριπτός rubbed fem gen pl τριπτός rubbed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίπτα — τρίπτᾱ , τρίπτης bath rubber masc nom/voc/acc dual τρίπτης bath rubber masc voc sg τρίπτᾱ , τρίπτης bath rubber masc gen sg (doric aeolic) τρίπτης bath rubber masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοτρίπτης — ο, Ν είδος χειρουργικής λαβίδας, σαρκοθλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + τρίπτης (πρβλ. λιθο τρίπτης)] …   Dictionary of Greek

  • τρίπτας — τρίπτᾱς , τρίπτης bath rubber masc acc pl τρίπτᾱς , τρίπτης bath rubber masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοτριπτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοτριψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + τριπτικός (< τρίπτης < τρίβω). Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Κ. Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

  • ομφαλοτρίπτης — ο ιατρ. λαβίδα με την οποία γίνεται η ομφαλοτριψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + τρίπτης (< τρίβω)] …   Dictionary of Greek

  • τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… …   Dictionary of Greek

  • τρίφτης — ο / τρίπτης, ΝΜΑ [τρίβω] υπάλληλος δημόσιων λουτρών που τρίβει τα σώματα τών πελατών νεοελλ. εργαλείο που χρησιμοποιείται για να τρίβουν τυρί, λαχανικά ή φρούτα …   Dictionary of Greek

  • τυροτρίφτης — ο / τυροτρίπτης, ΝΜΑ μαγειρικό σκεύος για το τρίψιμο τού τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + τρίπτης / τρίφτης (< τρίβω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”