- τρηχέως
τρηχέως, ion. = τραχέως, adv. von τραχύς, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρηχέως, ion. = τραχέως, adv. von τραχύς, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρηχέως — τραχύς jagged adverbial (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχέως — και ιων. τ. τρηχέως Α επίρρ. βλ. τραχύς … Dictionary of Greek
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek