- τροχίσκιον
τροχίσκιον, τό, dim. von τροχίσκος, Schol. Ap. Rh. 4, 144.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροχίσκιον, τό, dim. von τροχίσκος, Schol. Ap. Rh. 4, 144.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροχίσκιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίσκιον — τὸ, Α [τροχίσκος] υποκορ. τού τροχίσκος … Dictionary of Greek