τροχάδην

τροχάδην

τροχάδην, adv., laufend, im Lauf, Apollon. Dysc. de adv. p. 611.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τροχάδην — running indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχάδην — ΝΜΑ επίρρ. τρέχοντας, δρομαίως (α. «έφυγε τροχάδην» β. «τρόχος τροχάδην», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. 1. με βιαστικό τρόπο, γρήγορα γρήγορα («διάβασέ το τροχάδην») 2. γυμναστικό παράγγελμα για τρέξιμο με μέτρια ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + …   Dictionary of Greek

  • τροχάδην — επίρρ. τροπ. 1. με τρεχιό, τρέχοντας, τρεχάλα: Έφυγε τροχάδην. 2. γρήγορα, βιαστικά: Τα διάβασα τροχάδην. 3. γυμναστικό παράγγελμα για τρέξιμο: «Τροχάδην μαρς!» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιτροχάδην — (AM ἐπιτροχάδην) [τροχάδην] επίρρ. βιαστικά, χωρίς πολλή προσοχή, σύντομα, με σπουδή, στα πεταχτά (α. «επιτροχάδην ερμηνεία» ερμηνεία βιαστική, χωρίς να προηγηθεί λεπτομερής γλωσσική επεξεργασία β. «διάβασα το έγγραφο επιτροχάδην» γ. «ἐπιτροχάδην …   Dictionary of Greek

  • κατατροχάδην — (AM) επίρρ. βιαστικά, σύντομα, γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τροχάδην «τρέχοντας»] …   Dictionary of Greek

  • πάροδος — (I) η, ΝΜΑ 1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου», Πορφ.) 2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά …   Dictionary of Greek

  • παχυμερής — ές, ΝΑ υλιστικός, πεζός, προσηλωμένος στα εγκόσμια αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, σωματώδης, εύσωμος 2. σωματικός, υλικός 3. πρόχειρος και χονδρικός, κατά προσέγγιση 4. μτφ. παχύς 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παχυμερές το πυκνό… …   Dictionary of Greek

  • όπου — και οπού (ΑΜ ὅπου, ιων. τ. ὅκου) (αναφ. επίρρ.) 1. (ως τοπ.) στον τόπο που, εκεί που, σε όποιον τόπο (α. «άφησέ το όπου θέλεις» β. «τῆς πόλεως ὅπου κάλλιστον στρατοπεδεύσασθαι», Πλάτ.) 2. (για χρόνο ή περίσταση) οπότε, οσάκις, σε όποια περίπτωση… …   Dictionary of Greek

  • βάδην — επίρρ., αντίθ. τροχάδην αργά, περπατητά: Κάθε πρωί κάνω ένα χιλιόμετρο βάδην …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”