- τριᾱκοντά-πους
τριᾱκοντά-πους, οδος, dreißig Fuß lang, hoch, breit, rief, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριᾱκοντά-πους, οδος, dreißig Fuß lang, hoch, breit, rief, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριακοντάπους — και τριακοντόπους, οδός, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει μήκος ή ύψος ή βάθος τριάντα ποδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + πούς, ποδός] … Dictionary of Greek
τριακοντάπεδος — ον, Α αυτός που έχει πλάτος τριάντα ποδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + πεδος (<*πέζα <*πέδjα, δωρ. τ. τής λ. πούς), πρβλ. πεντά πεδος] … Dictionary of Greek