- τριᾱκοντά-πηχυς
τριᾱκοντά-πηχυς, υ, dreißig Ellen lang, πηδάλια τριακονταπήχη Ath. V, 203 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριᾱκοντά-πηχυς, υ, dreißig Ellen lang, πηδάλια τριακονταπήχη Ath. V, 203 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριακοντάπηχυς — υ, Α αυτός που έχει μήκος τριάντα πήχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + πῆχυς (πρβλ. πεντά πηχυς)] … Dictionary of Greek