- τριᾱκοντοῦτις
τριᾱκοντοῦτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen; αἱ τριακοντούτιδες σπονδαί, der dreißigjährige Waffenstillstand, Thuc. 1, 87, wie Ar. Ach. 193 Equ. 1385; Isae. 6, 19; vgl. Lob. Phryn. 408.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριᾱκοντοῦτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen; αἱ τριακοντούτιδες σπονδαί, der dreißigjährige Waffenstillstand, Thuc. 1, 87, wie Ar. Ach. 193 Equ. 1385; Isae. 6, 19; vgl. Lob. Phryn. 408.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριακοντούτις — ιδος, ἡ, / τριακοντοῡτις, ΝΑ βλ. τριακοντούτης … Dictionary of Greek
τριακοντοῦτις — τριᾱκοντοῦτις , τριακονταετής fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακοντούτης — ες / τριακοντούτης, οῡτες, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. τριακοντούτις Ν, και τριακονταέτηρος, ον, Μ, και τ. θηλ. τριακοντοῦτις, ούτιδος, Α ο τριακονταετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοντοέτης < τριάκοντα + ετης (< ἔτος), με συναίρεση τού ληκτικού… … Dictionary of Greek
κατατριακοντουτίζω — (Α) κωμική λ. τού Αριστοφ. (Ἱππῆς 1391), ο οποίος αναφέρεται στις τριακοντούτιδες σπονδές τού 425 π.Χ. που τίς προσωποποιεί ως εταίρες και κάνει αισχρό λογοπαίγνιο με τις λ. κατακοντίζω, δηλ. διατρυπώ, διαπερνώ πέρα πέρα, εντελώς, συνουσιάζομαι,… … Dictionary of Greek