- τρι-έτηρος
τρι-έτηρος, = τριετής, Callim. 3, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-έτηρος, = τριετής, Callim. 3, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιέτηρος — ἀμφιέτηρος, ον (Α) ο αμφιετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ετηρος < ἔτος (πρβλ. τρι έτηρος)] … Dictionary of Greek
πολυέτηρος — και επικ. τ. πουλυέτηρος ον, Α ο πολυετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + έτηρος (< ἔτος), πρβλ. τρι έτηρος] … Dictionary of Greek
τριέτηρος — ον, Α 1. τριετής 2. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + έτηρος (< ἔτος), πρβλ. πολυ έτηρος] … Dictionary of Greek
δεκέτηρος — δεκέτηρος, ον (Α) ο δεκετηρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ετ ηρος (πρβλ. τρι έτηρος)] … Dictionary of Greek