- τρι-έμ-βολος
τρι-έμ-βολος, mit drei Schiffsschnäbeln, so lang u. steif wie drei Schiffsschnäbel emporgerichtet, Ar. Av. 1248, τριέμβολον στύομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-έμ-βολος, mit drei Schiffsschnäbeln, so lang u. steif wie drei Schiffsschnäbel emporgerichtet, Ar. Av. 1248, τριέμβολον στύομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανέμβολος — κυανέμβολος, ον (Α) κυανόπρωρος* («καὶ κυανέμβολοι θοαὶ μισθοφόροι τριήρεις», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἔμ βολος (< ἐμ βάλλω), πρβλ. τρι έμ βολος, χαλκ έμ βολος] … Dictionary of Greek
τρίβολος — ο, ΝΜΑ ετήσιο ζιζάνιο φυτό («ἐκφέρουσα δὲ ἀκάνθας καὶ τριβόλους», ΚΔ) αρχ. 1. μικρό σιδερένιο τεμάχιο με τρεις αιχμές τοποθετημένες κατά τρόπο ώστε η μία να στέκεται πάντοτε κατακόρυφα, όπως κι αν αυτό ριχνόταν στο έδαφος, το οποίο διασκόρπιζαν… … Dictionary of Greek
τριβόλιν — τὸ, Μ παιχνίδι κατά το οποίο ρίχνονταν τα ζάρια τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βόλι(ο)ν (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. σιδηρο βόλιον] … Dictionary of Greek