- τρι-άνωρ
τρι-άνωρ, ἡ, κόρη, die drei Männer gehabt hat, Helena, Lycophr. 851.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-άνωρ, ἡ, κόρη, die drei Männer gehabt hat, Helena, Lycophr. 851.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριάνωρ — ορος, ἡ, Α (για την Ελένη) αυτή που παντρεύτηκε τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πολυ άνωρ] … Dictionary of Greek