τριάζω — και τριάσσω και αττ. τ. τριάττω Α 1. (ιδίως για πυγμάχο ή παλαιστή) νικώ τρεις φορές σε αγώνα 2. πολλαπλασιάζω επί τρία, τριπλασιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρι τού αριθμτ. τρεῖς*, τρία] … Dictionary of Greek
τριάζεθ' — τριάζετε , τριάξω pres imperat act 2nd pl τριάζετε , τριάξω pres ind act 2nd pl τριάζεται , τριάξω pres ind mp 3rd sg τριάζετο , τριάξω imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) τριάζετε , τριάξω imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) τριάζετε , τριάζω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριάσσω — τριάξω aor subj act 1st sg τριάξω fut ind act 1st sg (epic) τριάξω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) τριάζω conquer aor subj act 1st sg τριάζω conquer fut ind act 1st sg (epic) τριάζω conquer aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριάττω — τριάσσω , τριάξω aor subj act 1st sg τριάσσω , τριάξω fut ind act 1st sg (epic) τριάσσω , τριάξω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) τριάσσω , τριάζω conquer aor subj act 1st sg τριάσσω , τριάζω conquer fut ind act 1st sg (epic) τριάσσω , τριάζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριῶν — τρεῖς masc/fem/neut gen pl τρίζω utter a shrill cry fut part act masc nom sg (attic epic doric) τριάξω fut part act masc voc sg τριάξω fut part act neut nom/voc/acc sg τριάξω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) τριάζω conquer fut part act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτριῶν — ἐπί τρίζω utter a shrill cry fut part act masc nom sg (attic epic doric) ἐπί τριάξω fut part act masc voc sg ἐπί τριάξω fut part act neut nom/voc/acc sg ἐπί τριάξω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἐπί τριάζω conquer fut part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριᾶντα — τριάξω fut part act neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) τριάξω fut part act masc acc sg (doric aeolic) τριάζω conquer fut part act neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) τριάζω conquer fut part act masc acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατρίακτος — ἀτρίακτος, ον (Α) ακατάβλητος, ανίκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τριάζω «νικώ τρεις φορές σε αγώνα»] … Dictionary of Greek
πεντετριάζομαι — Α παθ. νικώμαι πέντε φορές σε ένα αγώνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε (βλ. πεντα ) + τριάζω «νικώ»] … Dictionary of Greek
τριάσσω — Α βλ. τριάζω … Dictionary of Greek
τριαγμός — ο, ΝΑ, και τριασμός ΜΑ [τριάζω / τριάττω] νεοελλ. αγώνισμα σύνθετο από τρία αγωνίσματα μσν. αρχ. (κατά τον Αρποκρ.) «ἔγραψε δὲ (ο Ίων ο Χίος) καὶ φιλόσοφόν τι σύγγραμμα, τὸν Τριαγμὸν ἐπιγραφόμενον... ἐν ἐνίοις δὲ καὶ πληθυντικῶς ἐπιγράφεται… … Dictionary of Greek