τρι-βάρβαρος

τρι-βάρβαρος

τρι-βάρβαρος, sehr barbarisch, Plut. de educ. lib. 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τριβάρβαρος — ον, ΜΑ ο πολύ βάρβαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + βάρβαρος] …   Dictionary of Greek

  • τρισβάρβαρος — η, ο, Ν πολύ βάρβαρος («τρισβάρβαρα τα Ελληνικά των, οι άθλιοι», Καβάφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι * + βάρβαρος] …   Dictionary of Greek

  • τρισεπιβάρβαρος — ον, Μ πάρα πολύ βάρβαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι * + ἐπί + βάρβαρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”