- τριβάς
τριβάς, άδος, ἡ, ein Weib, das mit sich selbst oder andern ihres Gleichen Unzucht treibt, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριβάς, άδος, ἡ, ein Weib, das mit sich selbst oder andern ihres Gleichen Unzucht treibt, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριβάς — a woman who practises unnatural vice with herself fem nom sg τριβά̱ς , τριβή rubbing fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβάς — άδος, ἡ, ΜΑ βλ. τριβάδα … Dictionary of Greek
τριβᾶς — τριβεύς rubber masc acc pl τριβή rubbing fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβάδα — τριβάς a woman who practises unnatural vice with herself fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβάδας — τριβάς a woman who practises unnatural vice with herself fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβάδες — τριβάς a woman who practises unnatural vice with herself fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοτρίβας — μεσοτρίβας, ὁ (Α) 1. ο μεσοτριβής* 2. ως κύριο όν. Μεσοτρίβας τίτλος έργου τού Βλαίσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τρίβας (< τρίβω), πρβλ. αμφι τρίβας] … Dictionary of Greek
Tribadismo — Una posición de tribadismo. El tribadismo es la práctica de sexo génito genital entre dos mujeres. Contenido 1 Etimología … Wikipedia Español
tríbada — tribada o tríbada. (Del gr. τρίβας, τριβάδος, de τρίβειν, frotar). f. poét. lesbiana. * * * ► femenino vulgar Lesbiana … Enciclopedia Universal
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek
τριβάδα — η / τριβάς, άδος, ΝΜΑ γυναίκα ομοφυλόφιλη, λεσβία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριβ τού τρίβω + επίθημα άς, άδος (πρβλ. στιβ άδα)] … Dictionary of Greek