τρι-δάκτυλος

τρι-δάκτυλος

τρι-δάκτυλος, 1) von drei Fingern, dreifingerig. – 2) drei Finger lang, breit, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τριδάκτυλος — η, ο / τριδάκτυλος, ον ΝΑ, και τριδάχτυλος, η, ον, Ν αυτός που έχει τρία δάχτυλα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο τριδάκτυλος ζωολ. γένος μικρόσωμων γρύλλων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας τριδακτυλίδες, που περιλαμβάνει 60 περίπου είδη τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”