- τρι-δέσποτος
τρι-δέσποτος, drei Herren habend, Schol. Lycophr. 328.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-δέσποτος, drei Herren habend, Schol. Lycophr. 328.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριδέσποτος — ον, Α αυτός που έχει τρεις δεσπότες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. ἀ δέσποτος] … Dictionary of Greek