τριμμάτιον

τριμμάτιον

τριμμάτιον, τό, dim. von τρίμμα, ein Gewürztränklein, Ath. VI, 231 a aus Diphil.; ἀνϑινόν, Sotad. ib. 293 c (V. 17).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τριμμάτιον — shampoo powder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριμμάτιον — τὸ, Α [τρῑμμα, ίμματος] υποκορ. τού τρίμμα …   Dictionary of Greek

  • τριμματίοις — τριμμάτιον shampoo powder neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριμμάτια — τριμμάτιον shampoo powder neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικειώ — οἰκειῶ, όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) [οικείος] 1. συνάπτω, προσαρμόζω, κάνω κάτι κατάλληλο για κάποιον («τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.) 2. μέσ. οἰκειοῡμαι, όομαι α) κάνω δικό μου κάποιον ή κάτι που ανήκει σε άλλον, θεωρώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”