τριβαλλοί

τριβαλλοί

τριβαλλοί, oἱ, auch τρίβαλλοι, junge Leute, die sich in Schenken, Bädern herumtreiben, Schmarotzer, übh. Taugenichtse, vgl. Dem. 54, 39. S. nom. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Τριβαλλοί — Τριβαλλός masc nom/voc pl Τριβαλλοί the Triballi masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τριβαλλοί — οι, ΝΜΑ αρχ. αρχαίος λαός που κατοικούσε στα σύνορα τής Θράκης αρχ. 1.. κωμική ονομασία βαρβαρικών θεών 2. ως προσηγ. οι νέοι που σύχναζαν στα καπηλειά …   Dictionary of Greek

  • Трибаллы — (Τριβαλλοί) могущественный народ во Фракии (в Нижней Мёзии, ныне Сербия и часть Болгарии), единственный фракийский народ, который был в состоянии отстоять свою независимость против Одризов. В 376 375 гг. 30000 Т. опустошили фракийские берега и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Τριβαλλικῶν — Τριβαλλικός the Triballi fem gen pl Τριβαλλικός the Triballi masc/neut gen pl Τριβαλλοί the Triballi fem gen pl Τριβαλλοί the Triballi masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τριβαλλικόν — Τριβαλλικός the Triballi masc acc sg Τριβαλλικός the Triballi neut nom/voc/acc sg Τριβαλλοί the Triballi masc acc sg Τριβαλλοί the Triballi neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТРИБАЛЛЫ —    • Triballi,          Τριβαλλοί, могущественное фракийское племя в Нижней Месии (нынешней Сербии и части Болгарии); от трерян их отделяла на востоке река Ойск (н. Isker). Thuc. 2, 96. Они с успехом сопротивлялись отрисам и во время одного… …   Реальный словарь классических древностей

  • Names of the Serbs and Serbia — For other uses, see Serbian names. Part of a series of articles on Serbs …   Wikipedia

  • Triballer — Der Silberschatz von Rogozen mit seinem nicht eindeutig einzuordnenden Stil wird den Triballern zugeschrieben [1] Die Triballer oder Triballi/Triballoi (Τριβαλλοί) waren ein südosteuropäischer Stamm der Antike. Er wird gemein zu den Thrakern… …   Deutsch Wikipedia

  • τριβαλλικός — ή, όν, Α [Τριβαλλοί] ο σχετικός με τους Τριβαλλούς …   Dictionary of Greek

  • τριβαλλοποπανόθρεπτος — ή τριβαλλοπανόθρεπτος ή τριβαλλομαμμόθρεπτος, ον, Α αυτός που τρεφόταν στα καπηλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τριβαλλοί + πόπανον «στρογγυλό γλύκισμα» + θρεπτός] …   Dictionary of Greek

  • Γέτες — Αρχαίος λαός θρακικής καταγωγής, που κατοικούσε στην ευρωπαϊκή Σκυθία, ανάμεσα στον ποταμό Δούναβη προς Β και στην οροσειρά του Αίμου προς Ν. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους Γ. πιο δίκαιους και ανδρείους από τους Θράκες. Οι Γ. πίστευαν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”