- τρι-βελής
τρι-βελής, ές, dreispitzig, δόρυ, der Dreizack des Poseidon, Philp. 57 (Plan. 215).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-βελής, ές, dreispitzig, δόρυ, der Dreizack des Poseidon, Philp. 57 (Plan. 215).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριβελής — ές, Α αυτός που έχει τρεις αιχμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βελής (< βέλος), πρβλ. οξυ βελής] … Dictionary of Greek