τρι-μελής

τρι-μελής

τρι-μελής, ές, 1) dreigliederig. – 2) aus drei Liedern bestehend; auch eine Tonweise hieß so, Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πενταμελής — ές αυτός που αποτελείται από πέντε μέλη («α. πενταμελής οικογένεια» β. «πενταμελής αντιπροσωπεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μελής (< μέλος), πρβλ. τρι μελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά] …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρακονταμελής — ές, Ν (για σύνολο) αυτός που απαρτίζεται από σαράντα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + μελής (< μέλος), πρβλ. τρι μελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • τριμελής — ές, ΝΑ αυτός που αποτελείται από τρία μέλη («τριμελής επιτροπή») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τριμελές δικαστήριο αποτελούμενο από τρία μέλη («η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο τριμελές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μελής (< μέλος), πρβλ. μονο μελής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”