- τρι-κυλίνδητος
τρι-κυλίνδητος, dreimal, d. i. sehr, viel gewälzt, auch τρικαλίνδητος, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-κυλίνδητος, dreimal, d. i. sehr, viel gewälzt, auch τρικαλίνδητος, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυκυλίνδητος — ον, Α αυτός που κυλιέται πολύ ή συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κυλίνδητος (< κυλίνδω «κυλώ»), πρβλ. τρι κυλίνδητος] … Dictionary of Greek