τριγχός

τριγχός

τριγχός, , τριγχόω, τρίγχωσις, , bei Suid. u. a. Sp. f. L. statt ϑριγκός, ϑριγκόω, ϑρίγκωσις.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τριγχός — ὁ, Α βλ. θριγκός …   Dictionary of Greek

  • θριγκός — Το τμήμα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, το οποίο στους αρχαίους ναούς στηρίζεται πάνω στις κολόνες. Στους ναούς δωρικού ρυθμού ο θ. αποτελείται από τρία οριζόντια τμήματα: το επιστύλιο, τη ζωφόρο και την κορωνίδα. Το επιστύλιο είναι συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • τριγχίον — τὸ, Α [τριγχός] θριγκίον* …   Dictionary of Greek

  • τριγχώ — όω, Α [τριγχός] θριγῶ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”