- τρι-ζυγής
τρι-ζυγής, ές, = Folgdm, Χάριτες, Macedon. 33 (XI, 27).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-ζυγής, ές, = Folgdm, Χάριτες, Macedon. 33 (XI, 27).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετραζυγής — ές, Α τετράζυγος* [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ζυγής (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. ἐζύγ ην), πρβλ. τρι ζυγής] … Dictionary of Greek
τριζυγής — ές, Α τρίζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ζυγής (< ζυγός), πρβλ. τετρα ζυγής] … Dictionary of Greek