τρι-ετής

τρι-ετής

τρι-ετής, ές, Her. 1, 199, auch τριέτης, ὁ, dreijährig, drei Jahre lang, Plat. Legg. XII, 954 d u. öfter; adv. τρίετες, drei Jahre lang, Od. 2, 106. 13, 377; vgl. Jac. A. P. p. 251.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.) νεοελλ. φρ. α) «πολυετές φυτό» βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνια β) «ποώδη πολυετή φυτά» φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη… …   Dictionary of Greek

  • τριετής — ές, ΝΑ, και τριετής, τρίετες, θηλ. και τριέτις Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριών ετών 2. αυτός που έχει ηλικία τριών ετών 3. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος νεοελλ. φρ. «τριετές σύστημα» (γεωπ.) η επανάληψη τής καλλιέργειας ενός φυτού κάθε… …   Dictionary of Greek

  • πάνετες — Α επίρρ. κατά τη διάρκεια ολόκληρου τού έτους, ολοχρονίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ετες, ουδ. τού ετης (< ἔτος), πρβλ. εξά ετες,, τρί ετες. Ο αναβιβασμός τού τόνου οφείλεται πιθ. στην επιρρμ. χρήση τού τ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”