- τρι-αύχην
τρι-αύχην, ενος, mit drei Hälsen, Lycophr. 1186.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-αύχην, ενος, mit drei Hälsen, Lycophr. 1186.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριαύχην — ενος, ὁ, ἡ, και τριαύχενος, ον, Α αυτός που έχει τρεις αυχένες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + αὐχήν, ένος (πρβλ. πολυ αύχην)] … Dictionary of Greek