- τριξός
τριξός, ion. statt τρισσός, Her.; vgl. διξός und Koen Greg. p. 435.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριξός, ion. statt τρισσός, Her.; vgl. διξός und Koen Greg. p. 435.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριξός — ή, όν, Α ιων. τ. βλ. τρισσός … Dictionary of Greek
τριξά — τριξός neut nom/voc/acc pl τριξά̱ , τριξός fem nom/voc/acc dual τριξά̱ , τριξός fem nom/voc sg (doric aeolic) τρισσός threefold neut nom/voc/acc pl (ionic) τριξά̱ , τρισσός threefold fem nom/voc/acc dual (ionic) τριξά̱ , τρισσός threefold fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισσός — ή, όν, ΜΑ, και αττ. τ. τριττός και ιων. τ. τριξός, Α τριπλός μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρισσά κώδικες με τρεις στήλες αρχ. 1. τρίτος 2. ονομασία μέτρου, το ένα τρίτο άγνωστου μεγέθους 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τρισσοί ασπίδες 4. (στον… … Dictionary of Greek
τριξάς — τριξά̱ς , τριξός fem acc pl τριξά̱ς , τρισσός threefold fem acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)