- τρισσάκις
τρισσάκις, u. poet, τρισσάκι, adv., dreimal, Mel. 89 (V, 195).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρισσάκις, u. poet, τρισσάκι, adv., dreimal, Mel. 89 (V, 195).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρισσάκις — ΜΑ επίρρ. τρεις φορές («τρισσάκις εὐδαίμων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + επιρρμ. κατάλ. (ά)κις* (πρβλ. πολλ άκις, πυκν άκις)] … Dictionary of Greek