- τρι-στοιχεί
τρι-στοιχεί, Hes. Th. 727, = Folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-στοιχεί, Hes. Th. 727, = Folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταστοιχεί — και μεταστοιχί (Α) επίρρ. (για άρματα έτοιμα για αρματηλασία ή για αυτούς που πρόκειται να αγωνιστούν σε αγώνα δρόμου) στη σειρά, στη γραμμή («στὰν δὲ μεταστοιχί», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στοιχεί (< στοῖχος «σειρά, διάταξη»), πρβλ.… … Dictionary of Greek