τρισσάτιος

τρισσάτιος

τρισσάτιος, poet. statt τρισσός, wie μεσσάτιος gebildet, Iul. Aeg. 9 (VI, 12).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρισσάτιος — και τρισσάδιος, αδίη, ον Α τρίτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος ποιητ. τ. τού τρισσός με επίθημα άτιος (πρβλ. ὅσ(σ)ος: ὁσσάτιος)] …   Dictionary of Greek

  • τρισσατίων — τρισσάτιος fem gen pl τρισσάτιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισσατίης — τρισσάτιος fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οσσάτιος — ὁσσάτιος (Α) επικ. τ. τού όσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος επικ. τ. τού ὅσος / ὅσσος με επίθημα άτιος (πρβλ. τοσσάτιος: τόσσος / τόσος, τρισσάτιος: τρισσός)] …   Dictionary of Greek

  • τρισσάδιος — αδίη, ον, Α βλ. τρισσάτιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”