- τρι-πέρυσι
τρι-πέρυσι, adv., lange vorher, Poll. 6, 165.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-πέρυσι, adv., lange vorher, Poll. 6, 165.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριπέρυσι(ν) — Α επίρρ. προ ετών, πριν από αρκετά χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + πέρυσι. Πρόκειται πιθ. για λ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων και τής κωμωδίας] … Dictionary of Greek