- τρι-πέτηλος
τρι-πέτηλος, dreiblätterig, H. h. Merc. 530; τὸ τριπ., das Kraut τρίφυλλον, Nic. Th. 522.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-πέτηλος, dreiblätterig, H. h. Merc. 530; τὸ τριπ., das Kraut τρίφυλλον, Nic. Th. 522.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριπέτηλος — ον, Α 1. αυτός που έχει τρία πέταλα ή τρία φύλλα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριπέτηλον το τριφύλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. τού πέταλον), πρβλ. καλλιπέτηλος] … Dictionary of Greek