- τρι-πάλαιος
τρι-πάλαιος, sehr alt, Phryn. in B. A. 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-πάλαιος, sehr alt, Phryn. in B. A. 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριπάλαιος — αλαία, ον, Α παμπάλαιος, πανάρχαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + παλαιός] … Dictionary of Greek
πολυετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.) νεοελλ. φρ. α) «πολυετές φυτό» βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνια β) «ποώδη πολυετή φυτά» φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη… … Dictionary of Greek
τριγέρων — οντος, ὁ, ἡ, ΜΑ (για πράγματα) πολύ παλαιός, παμπάλαιος (α. «τριγέρων μῡθος τάδε φωνεῑ», Αισχύλ. β. «τριγέρων οἶνος», Ευστ.) αρχ. (για πρόσ.) πολύ γέρος, υπέργηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + γέρων] … Dictionary of Greek
τρισέωλος — ον, Α πάρα πολύ παλαιός, πολύ απαρχαιωμένος («ῥινοκέρωτος εἶδος γράφειν τρισέωλόν ἐστιν», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι * + ἕωλος «παλιός, απαρχαιωμένος»] … Dictionary of Greek