- τρι-πάλαιστος
τρι-πάλαιστος, drei Hände, Palmen breit; s. das Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-πάλαιστος, drei Hände, Palmen breit; s. das Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξαπάλαιστος — ἑξαπάλαιστος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος έξι παλαμών («τοῡ δὲ πήχεος ἑξαπαλαίστου», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *παλαιστος (< παλαστή «πλάτος τεσσάρων δακτύλων, παλάμη») τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. τρι πάλαιστος)] … Dictionary of Greek